γαλούχημα

γαλούχημα
το [γαλουχώ]
1. θηλασμός, βύζαγμα
2. το βρέφος το οποίο θηλάζει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαλούχημα — το 1.ο θηλασμός, το βύζαγμα. 2. το παιδί που θηλάζει: Χαίρεται με το γαλούχημά της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”